τσίνισμα

τσίνισμα
το, -ατος
1. το κλότσημα των ζώων, η κλοτσιά, το λάκτισμα.
2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθισμός, εξοργισμός, φούρκισμα, αγρίεμα: Αν του φερθείς άσχημα, βλέπεις το τσίνισμά του. 3. μτφ., δυστροπία, κακοτροπία, δυσανασχέτηση: Του ζήτησα δανεικά και είδα το τσίνισμά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσίνισμα — το, Ν 1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά 2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμός β) δυσανασχέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • λάκτισμα — το (Α λάκτισμα) [λακτίζω] χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά νεοελλ. 1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα 2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”